Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010



Το πάθος χιλιάδες φορές
"Τα πολύ παλιά τα χρόνια, στο ξεκίνημα των καιρών και στο μακρινότερο σημείο της γης ήταν μια πόρτα. Μια κλειδωμένη πόρτα. Aπό όλες τις μεριές του κόσμου ταξίδευαν άντρες και γυναίκες με κλειδιά στο χέρι για να ανοίξουνε την πόρτα. Μα η πόρτα δεν άνοιγε με τίποτα."

Όποιος πίστεψε ότι οι νεκροί του πρώτου βιβλίου είχαν πεθάνει διαψεύσθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όταν γύρισαν όλοι οι "άσωτοι". Καταβεβλημένοι εν ζωή από τα στοιχεία της φύσης, από πάθη και έρωτες που δεν τους σήκωνε η πάνω μεριά της γης, τίναξαν από τον γιακά τους τα χώματα και επέστρεψαν θριαμβικά, για να δειπνήσουν όπως άλλοτε με τους ζωντανούς -μια νύχτα κόσμος ολόκληρος και το ανθρώπινο δράμα εν οίστρω-, μέχρι να έρθει η σεβαστή εκείνη ώρα, το πρώτο χάραμα, να ημερέψουν και να κρυφτούν ξανά ως ώφειλαν στα σκότη. Και όλα τούτα υπό το άγρυπνο βαθύσκιωτο βλέμμα της Λεύκας, που αργότερα θα επιλέξει ως αληθινό της ψευδώνυμο το παράξενο όνομα Ραμάνθις Eρέβους. H μικρή ελαφίνα θα μεταμορφώνεται λίγο-λίγο σε γυναίκα, πάντα αινιγματική, ταγμένη στα δοξαστικά ξοδέματα της πένας της και προορισμένη να μιλάει στις ψυχές όπως μιλούν τα φύλλα όταν τ' αγγίζει ο αέρας, περιφρουρώντας και μαζί απεικονίζοντας ανείπωτα μυστικά.


της Χριστίνας Σταματοπούλου
«Το πάθος χιλιάδες φορές», το τελευταίο μυθιστόρημα της Ζυράννας Ζατέλη είναι ένα από τα βιβλία που δεν σ’ αφήνουν να τ’ αφήσεις. Πραγματικότητα και φαντασία συνυπάρχουν σε μια ιστορία γραμμένη για έναν ανείπωτο έρωτα, απ’ αυτούς που όχι μόνο φοβάσαι να ομολογήσεις, αλλά δεν τολμάς ούτε να σκεφτείς. Κάτω από τα βλέμματα ζωντανών και νεκρών, η Ζατέλη προ(σ)καλεί τους αναγνώστες σ’ ένα ταξίδι στα βάθη της ψυχής τους.
Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους», διαβάζεται σαν αυτοτελές μυθιστόρημα. Πρωταγωνίστρια η μικρή Λεύκα, η δεκατριάχρονη μυστηριώδης ηρωίδα με τα μεγάλα αινιγματικά μάτια. Προσκαλεί για μια νύχτα τους νεκρούς του πρώτου βιβλίου σε ένα πρωτοχρονιάτικο τραπέζι με τους ζωντανούς, κλαίει γοερά για το λύκο που σταυρώθηκε, θρηνεί καίγοντας το πρόσωπό της για τον κρυφό έρωτά της, κρατάει τρυφερά το χέρι της ανάπηρης «δίδυμης αδερφής της», οδηγεί τους ετοιμοθάνατους «σε ένα ομορφότερο μέρος», ζει τη ζωή της γράφοντας ακατάπαυστα σε μια γραφή ιδιότυπη. Η Ελαφίνα, «που ήταν μικρή για μεγάλη και μεγάλη για μικρή», βασανίζεται στη δίνη ενός έρωτα που δεν της επιτρέπεται, κλαίει κοιμισμένη για όσα δεν έζησε ακόμη, γράφει για όλα όσα θέλει να ζήσει και δεν τολμά. Και ο παππούς της, ο Ντάφκος, συμπρωταγωνιστής της σ’ αυτήν την ιστορία, κρατάει το τσεκούρι του και αποφεύγει να την κοιτάει στα μάτια.
Ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα και τον θάνατο, τη ζήλια και την αδυναμία, που σε παρακινεί να κοιτάξεις κατάματα τον κόσμο και τον εαυτό σου αναγκάζοντάς σε να δεις πραγματικά όσα δεν φαίνονται με γυμνό μάτι, χωρίς να φοβηθείς. Διαβάζεται πολλές φορές. Κάθε ανάγνωση συνιστά και μια βαθύτερη κατάδυση στο εσώτερο Είναι μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου